Την ώρα που η κυβέρνηση προχωράει στην εφαρμογή αλγόριθμου για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού χιλιάδες εργαζόμενοι δεν λαμβάνουν τα βασικά, επίδομα γάμου και επίδομα προϋπηρεσίας ενώ ακόμη και για τον κατώτατο μισθό μετατρέπουν μόνο στα χαρτιά την πλήρη απασχόληση σε μερική για να απορροφηθεί η αύξηση.
Σύμφωνα με καταγγελίες εργαζομένων που έχει το Dnews τα στοιχεία που προκύπτουν έχουν ως εξής:
Υποκριτικά λοιπόν διατείνονται ότι τάχα νοιάζονται για τους χαμηλόμισθους μισθωτούς και δη τους νέους και τις νέες, ότι τάχα κόπτονται για το δημογραφικό, αφού ένα νέο ζευγάρι που σκέφτεται να ενωθεί με τα δεσμά του γάμου και να δημιουργήσει οικογένεια, τιμωρείται στην πραγματικότητα καίτοι αναλαμβάνει πρόσθετες οικονομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το γάμο.
2. Το επίδομα προϋπηρεσίας ύψους 10% για κάθε τριετία, το οποίο είναι επίσης συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό, επίσης δεν χορηγείται σε εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. κι αυτό διότι κατά την πρόσληψη δεν υπάρχει αυτόματο cross check μεταξύ ΕΡΓΑΝΗ και ασφαλιστικού ιστορικού ώστε να διαπιστώνεται επί τόπου αν η δήλωση του εργοδότη για τα έτη υπηρεσίας του μισθωτού βρίσκεται σε απολυτή ταύτιση με την ασφαλιστική του ιστορικότητα.
Ο γραμματέας τύπου της ΓΣΕΕ Δημήτρης Καραγεωργόπουλος τονίζει ότι ο καθορισμός του κατώτατου μισθού μέσω της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας (εγσσε) και όχι μέσω αυτόματης προσαρμογής, είναι σημαντικός για την προστασία της ισορροπίας των συμφερόντων του αδύναμου κρίκου διαπραγματευτικής αλυσίδας, των εργαζομένων.
Η διαδικασία των διμερών συλλογικών διαπραγματεύσεων επιτρέπει τη συμμέτοχη τόσο των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων όσο και των εργοδοτικών ενώσεων, διασφαλίζοντας ότι όχι μονό ακούγονται οι απόψεις και των δυο πλευρών, άλλα ότι αποτυπώνεται σε ένα κείμενο και η πραγματική βούλησή τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο κατώτατος μισθός καθορίζεται με βάση τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας, τις οικονομικές συνθήκες και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Αυτό αποτρέπει την πρακτική ορισμένων εργοδοτών να μειώνουν το μισθολογικό κόστος σε βάρος των δικαιωμάτων των εργαζομένων, προκειμένου να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Σημειώνει δε ότι «σε ένα περιβάλλον χωρίς συλλογικές συμβάσεις, η πίεση για μειώσεις στους μισθούς μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο υποβάθμισης των εργασιακών συνθηκών. Αντίθετα, οι συλλογικές συμβάσεις προωθουν έναν υγιή ανταγωνισμό που βασίζεται στην καινοτομία, την παραγωγικότητα και την ποιότητα, αποφεύγοντας την εκμετάλλευση των εργαζομενων και τη δημιουργία ανισοτήτων στην αγορά εργασίας.