Η Μεγάλη Τρίτη είναι αφιερωμένη στην προνοητικότητα και την εγρήγορση, με την παραβολή των δέκα παρθένων και το υπέροχης ποιητικής ομορφιάς τροπάριο της Κασσιανής.
Σε συνέχεια των προηγούμενων δύο ημερών τελείται η Ακολουθία του Νυμφίου, ενώ η Εκκλησία θυμάται την παραβολή των δέκα παρθένων και την παραβολή των ταλάντων, που διδάσκουν την προνοητικότητα αλλά και την εργατικότητα.
Τι αναφέρει όμως η παραβολή; Πέντε φρόνιμες και πέντε μωρές παρθένες περιμένουν τον Νυμφίο (γαμπρό) να έλθει να παραλάβει τη νύφη. Οι φρόνιμες, που είχαν προνοήσει, φρόντισαν να πάρουν μαζί τους λάδι ώστε να έχουν για να φωτίζουν τα λυχνάρια τους. Δεν ισχύει το ίδιο όμως και για τις μωρές, οι οποίες λόγω της αργοπορίας του Νυμφίου αποκοιμήθηκαν. Έτσι, όταν ακούγεται η φωνή «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», ψάχνουν να βρουν λάδι για να ανάψουν τα σβησμένα λυχνάρια τους, με αποτέλεσμα να μένουν «εκτός νυμφώνος».
Ο Χριστός συναντά τους Έλληνες
Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο που διαβάζεται (Κατά Ιωάννην) ο Ιησούς συνεχίζει να διδάσκει, ενώ οι Φαρισαίοι ψάχνουν τρόπους για να τον συλλάβουν. Οι Έλληνες δε έχουν… την τιμητική τους, καθώς αναφέρεται περιστατικό που μερίδα Ελλήνων ζητά να δει τον Ιησού και αυτός αποκρίνεται με τη φράση «ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξαστή ο υιός του ανθρώπου».
Το βράδυ ψάλλεται στις Εκκλησίες ο όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης στην υμνολογία του οποίου κεντρικό γεγονός είναι η μεταστροφή της πόρνης που ήρθε και άλειψε με τα μαλλιά της τα πόδια του Ιησού. Το γεγονός αυτό περιλαμβάνει και έναν από τα πλέον όμορφα τροπάρια, αυτό της Κασσιανής, το οποίο είναι από τα πιο δημοφιλή.
Η Κασσιανή ήταν βυζαντινή ποιήτρια που έζησε τον 9ο αιώνα μ.Χ. Επειδή δεν την επέλεξε ως σύζυγό του ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος, έγινε μοναχή και αφιερώθηκε στη λατρεία του Θεού και στην ποίηση.
Το ιστορικό, όπως περιγράφεται από τους βυζαντινούς χρονικογράφους Συμεών Μάγιστρο, Ιωάννη Ζωναρά και Λέοντα Γραμματικό, αναφέρει πως η μητέρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση για την εκλογή νύφης, προσκάλεσε το 820 μ.Χ. στην Αυλή τις ωραιότερες και επιφανέστερες κόρες της αυτοκρατορίας. Δώδεκα «κάλλιστοι παρθέναι» ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και κατέφθασαν στο Παλάτι. Μετά την υποδοχή τους από τη μητέρα του αυτοκράτορα, η μητέρα του Ευφροσύνη του έδωσε εντολή να δώσει το χρυσό μήλο σε εκείνη που θα επέλεγε για σύζυγό του.
Ο νεαρός αυτοκράτωρ θαμπώθηκε από την ομορφιά της Κασσιανής και θέλοντας να δοκιμάσει την ευφυΐα της τη ρώτησε: «Ως άρα διά γυναικός ερρύη τα φαύλα» δηλαδή ότι «από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα», υπονοώντας την Εύα και το προπατορικό αμάρτημα. Όμως η Κασσιανή αποστόμωσε τον Θεόφιλο ανταπαντώντας του «αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω», δηλαδή ότι «και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, τα ευγενέστερα», υπονοώντας την Παναγία και τη γέννηση του Χριστου.
Η απάντηση κακοφάνηκε στον αυτοκράτορα, που αποφάσισε να «τιμωρήσει» την Κασσιανή δίνοντας το χρυσό μήλο στην ωραία, αλλά σεμνή Θεοδώρα.
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Ποιά ήταν η Κασσιανή
Η Κασσιανή ή Κασ(σ)ία, ή Εικασία, ή Ικασία (μεταξύ 805 και 810 – πριν το 865) ήταν βυζαντινή ηγουμένη, ποιήτρια, συνθέτρια, και υμνογράφος στην οποία κα αποδίδεται το ψαλλόμενο την Μεγάλη Τρίτη τροπάριο που αρχίζει με τις λέξεις: «Κύριε η εν πoλλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή..»
Γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος φεουδαρχικής οικογενείας. Ο πατέρας της Κασσιανής, επιφανές μέλος αυτής της οικογένειας φαίνεται πως του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιδάτου στην αυλή της Βασιλεύουσας. Όταν μεγάλωσε συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της.
Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη.
Σε αυτή, που τοποθετείται χρονικά ή στο 821 ή στο 830, ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ὡς ἂρα διά γυναικός ἐρρύη τὰ φαῦλα» «Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]», αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα.
Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Ἀλλά καὶ διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω» «Και από μία γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]», αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας.
Λέγεται ότι ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του. Ωστόσο, ο διάλογος αυτός δεν είναι πρωτότυπος ενώ και η σκηνή πιστεύεται ότι είναι μύθος.
Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή είναι ότι το 843 ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη.
Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή.
Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56). Στη συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο, αν και καμιά βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες.
Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν.
Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το τροπάριο της όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια.
Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε.
Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.